- κακομελετώ
- κακομελετώ και κακομελετάω κακομελέτησα, βάζω κάτι κακό με το νου μου, λέω κάτι κακό για κάποιον: Με κακομελέτησε κι έπεσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακομελετώ — (Μ κακομελετῶ, άω) μελετώ ή λέγω ή βάζω στον νου κάποιο κακό, κάποια συμφορά, χρησιμοποιώ δυσοίωνες λέξεις σαν να προοιωνίζομαι μια συμφορά για κάποιον («μη μέ κακομελετάς») μσν. σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
κακομελετώ — κακομελετάω / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακομελετάω — / κακομελετώ, κακομελέτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής